Του Σταύρου Παπαθανάκη.
Εκδότη - διευθυντή περιοδικού Βορέας
• Η ΝΕΑ ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ ΣΤΗ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΙΖΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΟΙΧΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ
Η πόλη της Νέας Ορεστιάδας και η ευρύτερη περιοχή της μπήκε στη ζωή χιλιάδων νέων ως ένας τόπος στρατιωτικής θητείας. Για πολλούς σήμαινε μια καλή αγορά για την προώθηση των προϊόντων τους σε μια αναπτυσσόμενη περιφερειακή αγορά. Για τους περισσότερους είναι ταυτόσημη με το άθλημα του βόλεϊ και τον καλύτερο περιφερειακό εκπρόσωπό του, τον Αθλητικό Όμιλο Ορεστιάδας. Για εμάς τους κατοίκους της είναι όλα αυτά και πολύ περισσότερα.
Μητρόπολη του βόλεϊ με καμάρι και στολίδι της τον Α.Ο.Ο. με τα Σαββατόβραδα της δεκαετίας του ’80 έρημα με όλο τον κόσμο να δίνει την ψυχή και την φωνή του για την ΟΜΑΔΑ –“ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΚΑΘΗΚΟΝ … ΠΙΣΤΗ … ΟΝΕΙΡΟ … ΚΑΙ ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΑΓΑΠΗ ” να διατρανώνεται υπό τους ήχους και τους ρυθμούς της μπάντας ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. Η ομάδα συνεχίζει την πορεία και κερδίζει φίλους για δικό της λογαριασμό και για την πόλη. Εντός και εκτός των εθνικών συνόρων. Έγινε ένα σύμβολο. Το πλέον αναγνωρίσιμο σήμα κατατεθέν της ζωντάνιας, του δυναμισμού, της δημιουργικότητας, ένας τρόπος αλληλεγγύης, συμμετοχής και προσφοράς για την πόλη.
Τα δύο ποτάμια, Άρδας και Έβρος, που αυλακώνουν γόνιμα τα εδάφη του εύφορου κάμπου της επαρχίας με το Φράγμα του Κυπρίνου και το εκτεταμένο δίκτυο για την άρδευση χιλιάδων στρεμμάτων, ανέδειξαν επί μια τριακονταετία την πόλη της Νέας Ορεστιάδας σε κέντρο μιας αναπτυσσόμενης και ευημερούσας περιοχής της ελληνικής υπαίθρου.
Το εργοστάσιο της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης (Ε.Β.Ζ.) όλη αυτή την περίοδο αποτελεί το μακράν καλύτερο πετυχημένο παράδειγμα κρατικού παρεμβατισμού, δίνει θέσεις απασχόλησης στο δευτερογενή τομέα, σε εξειδικευμένα εργατικά χέρια και επιστημονικό δυναμικό και υπογραμμίζει τις πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες της περιοχής στον τομέα της μεταποίησης των τοπικών αγροτικών προϊόντων συμπαρασύροντας οικονομικές δραστηριότητες στον τριτογενή τομέα με ευεργετικές επιπτώσεις στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη και ποικιλομορφία της. Το αγροτικό διατροφικό – βιομηχανικό μοντέλο έμεινε όμως ανάπηρο. Ανολοκλήρωτο. Δεν υπήρξε στρατηγική επέκτασης και ολοκλήρωσής του. Η περίοδος της «επενδυτικής έκρηξης» που θα ακολουθήσει τη δεκαετία του ’90 δεν φέρνει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Στερείται σχεδίου και προσανατολισμού. Η κατασπατάληση των πόρων διευρύνει και εδραιώνει το πλέγμα πελατειακών σχέσεων και εξαρτήσεων μεταξύ κεντρικής διοίκησης και τοπικής κοινωνίας. Και το ουσιαστικότερο, αν εξαιρέσουμε τα λαμπρά και πετυχημένα παραδείγματα, η απουσία σχεδιασμού οδηγεί σε πολύ μεγαλύτερες εκροές σε σχέση με τις εισροές καθώς εγκρίνονται επενδυτικά σχέδια η υλοποίηση των οποίων προϋποθέτει μεταφορά τεχνογνωσίας, μηχανολογικού εξοπλισμού και πρώτων υλών από τις βιομηχανικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των οποίων γινόμαστε αιμοδότες – καταναλωτές των βιομηχανικών προϊόντων της για τα οποία αναζητούν αγορές και το αναπτυξιακό πλαίσιο γίνεται ένα χρηματοδοτικό εργαλείο έμμεσης αλλά ουσιαστικής ενίσχυσής τους.
Η τριακονταετία 1960 – 1990 είναι περίοδος της μεγάλης εξόδου ενός σημαντικού ποσοστού του οικονομικά ενεργού πληθυσμού σε αναζήτηση εργασίας και μιας καλύτερης ζωής κατά κύριο λόγο στις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης (Γερμανία, Αυστρία, Ελβετία, Βέλγιο, Ολλανδία, Σουηδία). Τα μεταναστευτικά εμβάσματα που έρχονται τα περισσότερα διαθέσιμα χωράφια σε μικρότερο αριθμό καλλιεργητών, δημιουργούν τις προϋποθέσεις πολυαπασχόλησης και αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης στις μικρές αγροτικές κοινωνίες. Είναι τα χρόνια των αλλεπάλληλων κύκλων ανοικοδόμησης με την οικοδομή να γίνεται η λοκομοτίβα της τοπικής ανάπτυξης και οικονομίας και χαρακτηριστικό της πόλης, η οποία ευνοείται από την ύπαρξη ενός σύγχρονου πολεοδομικού – ρυμοτομικού σχεδίου.
Όλα αυτά τα χρόνια της οικονομικής ανόρθωσης η ανάπτυξη παρουσιάζει πολλά και αντιφατικά πρόσωπα. Οι συνέπειες της μεταπολεμικής περιόδου και η γεωστρατηγική θέση της περιοχής στην αποκορύφωση του Ψυχρού Πολέμου, της αντιπαράθεσης των δυο στρατοπέδων και η διαρκής απειλή εξ Ανατολών, δημιουργούν ένα άκρως αρνητικό ψυχολογικό κλίμα με τους κατοίκους να βιώνουν την απομόνωση ενός καθεστώτος κλειστών συνόρων που τους αποκόπτει από τον φυσικό γεωγραφικό, ιστορικό, οικονομικό και πολιτισμικό περιβάλλον, στο οποίο δρούσαν επί αιώνες ανεξαρτήτως διοικητικών μεταβολών και καθεστώτων επικυριαρχίας και κατάκτησης. Όλοι οι κοινωνικοί και οικονομικοί δείκτες επιβεβαιώνουν τη σημαντική υστέρηση της περιοχής ενώ το δημογραφικό – πληθυσμιακό πρόβλημα οξύνεται και δεν είμαστε μακριά από τη δημιουργία χωριών φαντασμάτων. Η επόμενη απογραφή του 2010 θα αναδείξει το πληθυσμιακό – δημογραφικό ως ένα μείζον κοινωνικό-οικονομικό και εθνικό πρόβλημα για την περιοχή.
Στην παρούσα φάση η μεταφορά κρατικών δραστηριοτήτων είναι σκόπιμη και επιβεβλημένη. Ο καθορισμός της Νέας Ορεστιάδας ως τέταρτης έδρας του κορυφαίου πνευματικού ιδρύματος της περιοχής, του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, με την λειτουργία των δυο τμημάτων Αγροτικής Ανάπτυξης, Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων από το 1999, κινείται προς αυτή την κατεύθυνση και το αίτημα νέων τμημάτων ή Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΓΕΩΠΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ είναι περισσότερο επίκαιρο από ποτέ.
Οι υποδομές, για τις οποίες γίνεται λόγος, για να λειτουργήσουν και να αποδώσουν και πολύ περισσότερο για να υπάρξουν πολλαπλασιαστικά οφέλη προϋποθέτουν την ύπαρξη της λεγόμενης «κρίσιμης πληθυσμιακής μάζας», η οποία θα υπολείπεται κατά πολύ έναντι και αυτών των υποδομών που ολοκληρώνονται με άγχος και καθυστέρηση και αποτελούν τον εγχώριο, εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό στο πλαίσιο της χωροταξίας των διευρωπαϊκών και διεθνών δικτύων.
Η ονομασία της Νέας Ορεστιάδας μας παραπέμπει σε μια περίοδο – καμπή για την εθνική ολοκλήρωση του νεοελληνικού κράτους και της ιστορίας μας. Μας υπενθυμίζει τα τραγικά γεγονότα της Μικρασιατικό-Θρακικής καταστροφής και το ξερίζωμα της προσφυγιάς. Ο Έρνεστ Χέμινγουαίη με τις ανταποκρίσεις του στην “TORONTO STAR” μας δίνει συγκλονιστικές μαρτυρίες για την πορεία των προσφύγων από τον κάμπο της Θράκης στα χώματα της Μακεδονίας (τις περιέχει το βιβλίο «ΣΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ», εκδόσεις «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ», στο πλαίσιο της σειράς «ΤΑ ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΟΜΠΕΛ»). Ήταν η δική του σπονδή στον Θεό του Έρωτα που τον συνέδεσε με την «Τερέζα, μια Ελληνίδα απ’ τη Θράκη, απ’ την Αδριανούπολη» και ο Φρέντυ Γερμανός στο ιστορικό αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του «ΤΕΡΕΖΑ» (από τις εκδόσεις «ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ») μας αποκαλύπτει τα βαθύτερα κίνητρα του Αμερικανού συγγραφέα να βρεθεί στο μέτωπο της Θράκης, που δεν υπήρξε ποτέ, αν και ήταν το βασικό αίτημα των επαναστατών τον Σεπτέμβριο του 1922 και τη μορφή «μιας από τις πιο συναρπαστικές Ελληνίδες του 20ού αιώνα» κατά τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία του εμπιστεύθηκε την ιστορία της «αγάπης της για τη Θράκη και τον Χέμινγουαίη».
Σύμφωνα με τη μυθική αφήγηση ο Ορέστης για να εξευμενίσει τις Ερινύες που τον κυνηγούσαν, γιατί σκότωσε τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα, ίδρυσε την πόλη Ορεστιάδα στη συμβολή των τριών ποταμών Έβρου, Τούντζα και Άρδα, στο «Τρίπορι», που κατά τους Αναστενάρηδες και τη λατρεία τους, η οποία από τη Θράκη μεταφέρθηκε και διασώζεται μέχρι και σήμερα στη Μακεδονία, είναι ένας χώρος ιδιαίτερου συμβολισμού και ιερότητας. «Το πριν σμικρόν πολύχνιον κλήσιν Ορεστιάδα ο Αγαμέμνονας υιός που έγειρεν Ορέστης εκεί λουσθείς γαρ ποταμοίς ιάθη της μανίας» γράφει ο συγγραφέας του 12ου αιώνα Ιωάννης Τζέτζης. Από την Αδριανούπολη, κυρίως από το προάστιό της το Κάραγατς, το Κρασοχώρι, το Λεοντοχώρι, το Μέγα Ζαλούφι, προέρχεται ο κύριος όγκος των κατοίκων της Νέας Ορεστιάδας, τους οποίους ακολούθησε σημαντικός αριθμός Αρμενίων και Εβραίων, οι οποίοι δεν αποτελούν πληθυσμιακό στοιχείο της πόλης μετά την μεταφορά και την εξόντωσή τους στα ναζιστικά στρατόπεδα της Γερμανίας το 1943.
Η πόλη της Αδριανούπολης και το προάστιό της το Κάραγατς κατέχουν στρατηγική θέση στην κοιλάδα του Έβρου και βρίσκονται πάνω σε δυο σημαντικούς άξονες, τον οδικό και τον σιδηροδρομικό, που συνδέουν την περιοχή με την Κωνσταντινούπολη, την υπόλοιπη Τουρκία, τη Μέση Ανατολή και τις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Είναι η λεγόμενη «διαγώνιος βασιλική οδός» που συνέδεε την πρωτεύουσα του Βυζαντίου με την αρχαία Σιγγηδόνα, σήμερα Βελιγράδι, μια οδός που παρακολουθεί το ανάγλυφο της Χερσονήσου του Αίμου και εδώ και δέκα έξι αιώνες αποτελεί μια από τις πλέον βασικές οδικές αρτηρίες της Ευρώπης.
Με τον κάθετο άξονα της Εγνατίας Οδού επιχειρείται η αποκατάσταση του νήματος της ιστορίας σε μια άκρως οικεία και ενδιαφέρουσα για τους κατοίκους περιοχή. Αν και το σημαντικό αυτό έργο οδοποιίας πλήγωσε ένα ανοιχτό προς όλες τις κατευθύνσεις πολεοδομικό – ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης, γιατί λειτουργεί ως φυσικό ανάχωμα στη φυσική φορά ανάπτυξής της προς τη δυτική πλευρά, η προσδοκία και η ελπίδα είναι να μην υπάρξουν άλλες βαθύτερες πληγές στις νέες συνθήκες που μαζί με απειλές, αβεβαιότητες, ανησυχίες φέρνουν ταυτόχρονα νέες ευκαιρίες και προκλήσεις.
Μπορεί η διασυνοριακότητα, που είναι ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία της νέας χωροταξίας των ανοιχτών οικονομικών οριζόντων και πολιτισμικών συνόρων, να υπογραμμίζει στην εποχή της παγκοσμιοποίησης την οργανική σχέση του τοπικού με το περιφερειακό και το παγκόσμιο και τη διαρκή αλληλεπίδρασή τους, να προκαλεί κραδασμούς στις παραδοσιακές κοινωνικές και οικονομικές δομές της Νέας Ορεστιάδας, από την άλλη όμως είναι ένας μονόδρομος που απαιτεί τη δική μας σίγουρη και αισιόδοξη περπατησιά και έναν δημιουργικό τρόπο προσέγγισης και αντιμετώπισης. Άλλωστε στο βιωματικό κύτταρο των κατοίκων υπάρχουν πληροφορίες και συσσωρευμένη σοφία αιώνων κίνησης και δράσης μέσα σε ένα ασταθές, δύσκολο και πολυπολιτισμικό περιβάλλον. Θα απαιτηθεί ενδεχόμενα χρόνος αλλά υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για το σωστό προσανατολισμό και ασφαλή πλοήγηση στην πιο ρευστή και μεταβατική περίοδο της ιστορίας των κατοίκων, των λαών, των εθνών της περιοχής.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου