ΑΙΣΧΟΣ

ΔΕΝ αφήνουν το Δημοτικό Σχολείο Δικαίων με πέντε Δασκάλους.
ΔΕΝ αφήνουν το Βορειότερο Σχολείο της χώρας με πέντε μεταλαμπαδευτές της γνώσης, επειδή σε μία τάξη υπάρχουν τρεις μαθητές.
Το σχολείο έγινε και πάλι εξαθέσιο.

Έκλεισε όμως της Πλάτης.
Τα συμπεράσματα δικά σας.

κατι νέο έρχεται σύντομα...

κάθε είδηση για μας, δεν είναι απλά μία ανάρτηση

thrakinea και tomadakis.blogspot.com
Follow thrakinea on Twitter

Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

αγουρα χρονια

Νουβέλα του Παναγιώτη Κουσίδη Μέρος 15ο

Ο παππούς μου, από τη μητέρα μου, ο Παναγιώτης Μπακιρτζής και η γιαγιά μου η Δόμνα είχαν αποκτήσει δέκα παιδιά στο τόπο καταγωγής τους, στην παλιά Χιλή της Μαύρης Θάλασσας. Ποτέ βέβαια δεν είχαν φανταστεί ότι θα βρίσκονταν ξεριζωμένοι πρόσφυγες στην Ελλάδα το 1922, μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών. Από τα δέκα αυτά παιδιά, τα δύο πέθαναν μικρά και επέζησαν τα οχτώ, πέντε κορίτσια και τρία αγόρια. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν και ευχαριστημένοι οι γονείς, αφού εκείνη την εποχή τα ποσοστά παιδικής θνησιμότητας ήταν
πολύ ψηλότερα. Ο παππούς μου ο Παναγιώτης, του οποίου έχω την τιμή να κληρονομήσω το όνομά του, απέκτησε το επίθετό του Μπακιρτζής από το επάγγελμα που έκανε. Συνηθισμένο γεγονός και έθιμο της εποχής. ΄Οταν εγώ άρχισα να καταλαβαίνω το κόσμο στη Νέα Χιλή, ο παππούς μου και η γιαγιά μου δεν ήταν πλέον στη ζωή. Δεν άντεξαν στον πόνο του ξεριζωμού, στα βάσανα και στις κακουχίες. Δεν πρόλαβα να γνωρίσω επίσης τον θείο Ανέστη, έναν από τους αδελφούς της μητέρας, αφού το παλικάρι αυτό έγινε ένα από τα πολλά θύματα της ελονοσίας στη νέα πατρίδα. Γι αυτό δεν έχω μνήμες γι αυτά τα αγαπημένα πρόσωπα. Από τις διηγήσεις της θείας Κατίνας έχω συγκρατήσει το γεγονός πως, όταν φεύγανε κυνηγημένοι και διωγμένοι από τη γενέθλια γη, τον αδελφό τους τον Ανέστη τον έντυσαν με γυναικεία ρούχα και του φόρεσαν μαντίλα για να γλιτώσει από την αιχμαλωσία και το μαχαίρι. Τον θέρισε όμως η ελονοσία πάνω στο άνθος της ηλικίας του. Συγκράτησα ακόμη την ιστορία για τον τρίτο αδελφό τους, τον αγνοούμενο και εξαφανισμένο, τον πολύκλαυστο, τον άταφο νεκρό. Μια μικρή ομάδα εφήβων παλικαριών, για να γλυτώσουν από τους τσέτες που τους καταδίωκαν, προσπάθησαν να διασχίσουν βουνά, χαράδρες και λαγκάδια για να φτάσουν στην Ελλάδα. Κανείς τους δεν διασώθηκε και κανένα μαντάτο δεν μάθαμε ποτέ.
Τη θεία Κατίνα, που το ΄22 ήταν μια φτασμένη όμορφη κοπέλα, την έντυσαν με κουρελιασμένα ρούχα και μουντζούρωσαν με καρβουνόσκονη το πρόσωπό της, για να φαίνεται άσχημη και αποκρουστική. Για ευνόητους λόγους, φυσικά. Πριν πάρουνε το δρόμο της προσφυγιάς, η γιαγιά Δόμνα μάζεψε τα πεντόλιρα και τα φλουριά και τα ράψανε στον ποδόγυρο των φορεμάτων των κοριτσιών. Πήρε ένα μεγάλο ζυμωτό ψωμί, το άδειασε από την ψύχα και το γέμισε με χρυσές λίρες που είχαν εξοικονομήσει από τη δουλειά των μπακιρτζήδων. Ο παππούς Παναγιώτης ήταν καλός μάστορας και τότε τα ισνάφια συναλλάσσονταν κυρίως με χρυσό. Φεύγοντας από το πατρογονικό σπίτι και από τον αγαπημένο τόπο τους σκέφτονταν τα παλικάρια που φυλάκισαν οι Τούρκοι στο σχολικό κτήριο και τους έτρωγε η αγωνία να μάθουν τί απέγιναν. Καθώς απομακρύνονταν από το χωριό έβλεπαν πίσω τους να ανεβαίνουν στον ουρανό κόκκινες φλόγες και μαύροι καπνοί. Τρομοκρατημένοι και μαραζωμένοι στέκονταν στην αποβάθρα του μικρολίμανου, περιμένοντας το καϊκι να τους μεταφέρει στην Πόλη και από εκεί στην Ελλάδα. Μέσα σ΄εκείνο το βαρύ και καταθλιπτικό κλίμα της μουγγαμάρας η μικρή Ολυμπία, περίπου τεσσάρων ετών, άρχισε να στριγγίζει και να κλαίει ασταμάτητα και να ζητάει επίμονα ψωμί. Η γιαγιά Δόμνα κρατούσε το ψωμί σφιχτά στον τορβά της και δεν τολμούσε να το κόψει. ΄Ενας Τούρκος τζαντερμάς-χωροφύλακας πλησίασε αγριεμένος και χτύπησε τη μικρούλα με μια βίτσα στο κεφάλι για να σταματήσει να ενοχλεί. ΄Επειτα άρπαξε βίαια το ψωμί από τα χέρια της γιαγιάς Δόμνας και πάνω στο γόνατό του το έσπασε στα δύο. Οι χρυσές λίρες σκόρπισαν στο έδαφος σαν τα χαμένα όνειρα της ζωής και λαμπύριζαν προκλητικά στο φως του ήλιου. Τις μάζεψε ο τζαντερμάς και τις έβαλε αμίλητος στο πουγγί του. Η οικογένεια του Παππού Παναγιώτη ήταν ανακουφισμένη που δεν έψαξε στους ποδόγυρους και στα ρούχα των κοριτσιών και που δεν ανασήκωσε τη μαντίλα του θείου Ανέστη. Στους άγριους και μαύρους εκείνους καιρούς, προείχε να διασώσεις τις ψυχές, δηλαδή τις ανθρώπινες ζωές, έστω κι αν τις εξαργύρωνες με ολόκληρη την περιουσία σου και με όλο το βιό σου. Δεν είχαν πλέον καμιά αξία οι χρυσές λίρες και είχε μικρή σημασία το σχισμένο και ματωμένο κεφάλι της μικρής Ολυμπίας.-
σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι ...