ΑΙΣΧΟΣ

ΔΕΝ αφήνουν το Δημοτικό Σχολείο Δικαίων με πέντε Δασκάλους.
ΔΕΝ αφήνουν το Βορειότερο Σχολείο της χώρας με πέντε μεταλαμπαδευτές της γνώσης, επειδή σε μία τάξη υπάρχουν τρεις μαθητές.
Το σχολείο έγινε και πάλι εξαθέσιο.

Έκλεισε όμως της Πλάτης.
Τα συμπεράσματα δικά σας.

κατι νέο έρχεται σύντομα...

κάθε είδηση για μας, δεν είναι απλά μία ανάρτηση

thrakinea και tomadakis.blogspot.com
Follow thrakinea on Twitter

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

αγουρα χρονια

Νουβέλα του Παναγιώτη Κουσίδη - Μέρος 17ο (Τελευταίο)

Ο Μπόμπης μας είχε γεράσει και αρρωστήσει. ΄Εγινε αδύναμος, ευερέθιστος και παράξενος. Μια μέρα που ήμασταν στην κουζίνα και ετοιμαζόμαστε για το φαγητό, δεν πρόσεξα ότι ήταν ξαπλωμένος δίπλα στο τραπέζι και κατά λάθος πάτησα την ουρά του. Ο Μπόμπης τινάχτηκε όρθιος σαν ελατήριο και έχωσε τους κυνόδοντές του στην κοιλιά μου. Η μπλούζα που φορούσα απέκτησε δυο τρύπες και η κοιλιά μου ένα διπλό τραύμα που αιμορραγούσε. Τρομαγμένη και ταραγμένη η μητέρα έφερε οινόπνευμα και αφού καθάρισε καλά το τραύμα, έριξε αρκετή σουλφαμιδόσκονη και το έδεσε με ένα πανί-ζωνάρι γύρω από τη μέση μου. Σε δυο-τρεις εβδομάδες έκλεισε η πληγή αλλά έμειναν ανεξίτηλα σημάδια δυο ουλές από το δάγκωμα του Μπόμπη μας. Δεν του κράτησα κακία, αφενός γιατί εγώ ήμουν ο απρόσεκτος και αφετέρου γιατί κατάλαβα ότι ο Μπόμπης μας είχε σοβαρό πρόβλημα. Αυτός ο μικρόσωμος αλλά τρομερός φύλακας του σπιτιού μας, που όταν γαύγιζε και έδειχνε τα κοφτερά του δόντια φοβόντουσαν ακόμα και οι λύκοι, έχασε την ορμή του και τη φωνή του. Αυτός ο πιστός φίλος και σύντροφος στα παιχνίδια μας άρχισε να μη μας αναγνωρίζει. Η αρρώστια του καθημερινά χειροτέρευε. Σέρνονταν κυριολεκτικά από εξάντληση και αδυναμία. Ο θείος Παναγιώτης, ο κουνιάδος της μάνας μου από την αδελφή της Θεανώ, που έρχονταν τακτικά στη Χιλή για κυνήγι, προθυμοποιήθηκε να δώσει τη λύτρωση στον Μπόμπη μας. Να του προσφέρει την ευθανασία με ένα μονόβολο από το κυνηγιτικό του όπλο, το δίκανο. Εμείς τα παιδιά μπήκαμε μπροστά του και αποτρέψαμε τη μακάβρια εκτέλεση. Σε λίγες μέρες βρήκαμε κουλουριασμένο και ξυλιασμένο τον Μπόμπη μας δίπλα σε ένα εγκαταλειμμένο άροτρο του πατέρα. Ανοίξαμε έναν λάκκο και έτσι απλά τον θάψαμε, αλλά ποτέ δεν τον ξεχάσαμε.
Η μητέρα μας μπορεί να είχε μόνο τη στοιχειώδη μόρφωση της γενιάς της, αλλά πίστευε ακράδαντα πως τα παιδιά της έπρεπε να μάθουν γράμματα και να σπουδάσουν, ώστε να αλλάξουν το πεπρωμένο τους, Να ξεφύγουν από τη
μίζερη ζωή ενός μικρού από προοπτικές χωριού. Να αποκτήσουν μια άνετη και ελπιδοφόρα ζωή ανοιχτών οριζόντων.
Στο καινούριο σχολικό κτήριο της Χιλής τελείωσα και την ΣΤ΄τάξη του Δημοτικού. Με την ενθάρρυνση και προτροπή της μητέρας και του δασκάλου μου έδωσα εισαγωγικές εξετάσεις για το Γυμνάσιο και τους δικαίωσα. Πόσο θα ήθελα να το μάθει ο πατέρας μου, που τον χάσαμε τόσο νέο στον εμφύλιο! Τους έδωσα μεγάλη χαρά και περηφάνια και ήμουν έτοιμος για το μεγάλο άλμα της ζωής μου. Η πρώτη γυμνασιακή μου εμπειρία και ζωή ήταν δύσκολη, γιατί ξαφνικά βρέθηκα σε ένα ξένο και ανταγωνιστικό περιβάλλον και μπροστά σε ανυπέρβλητες δυσκολίες. ΄Οταν ο καιρός ήταν καλός έκανα τη διαδρομή Χιλή - Αλεξανδρούπολη με το ποδήλατο πάνω στον χαλικοστρωμένο δρόμο. ΄Οταν είχε λίγο κρύο και παγωνιά έβαζα εφημερίδες κάτω από τη μπλούζα μου για μόνωση και προστασία. ΄Οταν έβρεχε γινόμουν μούσκεμα, γιατί δεν μπορούσε το αδιάβροχο να με σκεπάσει ολόκληρο και όταν χιόνιζε και έκανε μεγάλη παγωνιά, προτιμούσα να περπατήσω με τα πόδια για περισσότερη σιγουριά. Πάντοτε όμως έπρεπε να σηκωθώ μια ώρα νωρίτερα και να στερηθώ μια ώρα πρωινού ύπνου. Η μητέρα έβλεπε όλη αυτή τη μεγάλη ταλαιπωρία και κακουχία μου, γι αυτό φρόντισε να αγοράσει με τη θεία Θεανώ ένα συνεταιρικό οικόπεδο και άρχισε να πουλάει ακίνητη περιουσία μας στη Χιλή για να χτίσουμε σπίτι στην Αλεξανδρούπολη. Τότε η αξία της γης στο χωριό μας ήταν ευτελής και όχι περισσότερο από χίλιες δραχμές ή τρία ευρώ το στρέμμα.
Το 1952-53, όταν άρχισα να πηγαίνω στο Γυμνάσιο, ήταν μια νέα αφετηρία, ένα νέο ξεκίνημα γεμάτο δυσκολίες και προβληματισμούς, αλλά και ένα ξεκίνημα με μεγάλα οράματα και προσδοκίες. ΄Ενιωθα πάνω στους ώμους μου ένα μεγάλο φορτίο με ευθύνες και υποχρεώσεις. ΄Ηταν εποχή των μεγάλων αλλαγών στη ζωή της οικογένειας. Ο Τάσος θα έφευγε για τη Σχολή Ναυτοπαίδων, ο Γιώργος θα άρχιζε το Δημοτικό και εγώ το Γυμνάσιο. Η μητέρα θα αποκτούσε για όλους μας ένα καινούριο σπίτι στην πόλη. Φεύγοντας από το χωριό μας τη Νέα Χιλή, έκλεινε πίσω μας ένα σημαντικό κεφάλαιο της ζωής μας. Αφήναμε πίσω μας ένα θεσπέσιο και νοσταλγικό παρελθόν ένα κομμάτι της ψυχής μας. Αφήναμε πίσω μας τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας, τα άγουρα χρόνια της αθωότητας, του αυθορμητισμού και της ξενιασιάς. Παίρναμε μαζί μας όλες εκείνες τις αναμνήσεις την νιότης μας, που θα μας συνόδευαν σ΄ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή μας. -