Νουβέλα του Παναγιώτη Κουσίδη Μέρος 3ο
΄Ενα χρόνο μετά τη λήξη του μεγάλου πολέμου και της κατοχής, άρχισε να ομαλοποιείται η κοινωνική ζωή στη Χιλή. ΄Ενα μαγευτικό δειλινό διέκοψε τα παιχνίδια μας η γειτόνισσά μας η Ανάστω, του Θόδωρου του Αγροφύλακα. "Η μάνα σας κοιλοπονάει, πηγαίνετε να καλέσετε τη μαμή!" μας φώναξε από το πλατύσκαλο του σπιτιού μας. Η φωνή της ήταν αυστηρή και διατακτική. Εμείς βάλαμε φτερά στα πόδια μας και τρέξαμε να εκτελέσουμε την διαταγή. Κι ενώ η πρακτική μαμή του χωριού πλησίαζε στο σπίτι μας, η Ανάστω φώναζε δυνατά και επαναλάμβανε: "΄Εσπασαν τα νερά...". Στη μάχη του τοκετού και η θεία Ειρήνη. ΄Εβαλε το τσαϊρό στο τζάκι για να ζεστάνει νερό και ετοίμαζε τις πετσέτες και τις μωρουδιακές πάνες, που είχε έτοιμες από καιρό η μάνα μας σ΄ένα ντουλαπάκι. Ο αδερφός μου ο Τάσος κι εγώ περιμέναμε κοντά στο πηγάδι κάτω από τη μουριά και μόνο όταν ακούσαμε το δυνατό κλάμα του μωρού καταλάβαμε ότι αποκτήσαμε ένα αδερφάκι. "Είναι αγόρι !" φώναξε η μαμή. Όταν γύρισε στο σπίτι ο πατέρας, έκανε μεγάλες χαρές και ήταν περήφανος για το τρίτο αγόρι του. ΄Οταν πήγε στο καφενείο κερνούσε όλο τον κόσμο.
΄Οταν βαφτίστηκε ο Γιωργάκης και πριν αρχίσει να μιλάει και να περπατάει, εμείς τα μεγαλύτερα αδέρφια του σκεφτήκαμε να του κάνουμε δώρο ένα παιδικό καρότσι. για να τον πηγαίνουμε βόλτα. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ούτε λεφτά ούτε παιδικά καρότσια στην αγορά. Με δυσκολία βρίσκαμε ελιές. λάδι, ρέγγες, χαλβά και φωτιστικό πετρέλαιο. Το καροτσάκι, λοιπόν, που φτιάξαμε ήταν μια αυτοσχεδια κατασκευή. Στις άκρες δυο ξύλινων αξόνων τοποθετήσαμε τέσσερις μεταλλικές ρόδες από καπάκια ναρκών. Πάνω στους άξονες καρφώσαμε σανίδες και συμπληρώσαμε τα πλαϊνά τοιχώματα, ώστε να σχηματιστεί ένα κουβούκλιο.Τοποθετήσαμε μια μαλακιά κουβερτούλα και δέσαμε στο καρότσι μια τριχιά για να το τραβάμε και να βολτάρουμε τον μικρό. ΄Οσο μεγάλωνε σε ύψος και σε βάρος ο Γιωργάκης, τόσο δυσκολότερα ήταν για μας και για το καρότσι, που δεν άντεχε άλλες επισκευές. "Μεγάλωσε το γαϊδούρι, μίκραινε το σαμάρι" λέει μια λαϊκή παροιμία. Σιγά-σιγά άρχισε να
να αυτονομείται στα παιχνίδια του ο μικρός. Αλλά πάντα ήθελε να μας ακολουθεί και να μας μιμείται. Πείσμωνε πολύ και δυσαρεστούνταν όταν του αρνούμασταν και τον απορρίπταμε.
Μια μέρα ξεκινήσαμε με τον Τάσο για κυνήγι και εξερεύνηση προς την περιοχή του λατομείου. Ο Γιωργάκης το αντιλήφθηκε και άρχισε να τρέχει προς το μέρος μας και να παρακαλάει κλαψιάρικα για να τον πάρουμε μαζί μας. Εμείς του φωνάζαμε να γυρίσει σπίτι και να μας περιμένει. Κι εκεί που βρίσκονταν στη μέση του δρόμου Αγέλης, μπροστά από το σπίτι του γείτονα Γιάννη Καραμανίδη, συνέβη το αναπάντεχο και απρόσμενο. ΄Ενα αφηνιασμένο άλογο, όπως έτρεχε δίπλα από τους φράχτες, μάζεψε στο σχοινί του συρματοπλέγματα και παλούκια και στον τρελό καλπασμό του αγκύλωσε και παρέσυρε τον Γιωργάκη μας. Εμείς, αλλόφρονες και τρομαγμένοι, αρχίσαμε να τρέχουμε πίσω από το αφηνιασμένο άλογο, αλλά εκείνο επιτάχυνε την κατηφορική του πορεία. Πέρασε το σπίτι του Κεβόπουλου και του Αγγελίδη , διέσχισε τον δημόσιο δρόμο και έφτασε στη μεγάλη βρύση του χωριού, κοντά στο σπίτι του Ανεμίδη. Εκεί το καλμάρησαν δυο χωριανοί μας και εκεί που έπινε νερό στη γούρνα έκοψαν το σχοινί και ξέμπλεξαν το αδερφάκι μας ζωντανό. Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτε σοβαρό, εκτός από γδαρσίματα, πληγές και μώλωπες. Διαφορετικά, οι ενοχές μας θα ήταν μεγάλες και η λαχτάρα της μάνας μας μεγαλύτερη. Το κυνήγι φυσικά αναβλήθηκε και η εξερεύνηση ματαιώθηκε. Κάναμε όμως οι δυο μεγάλοι μια συμφωνία, ότι στο εξής θα φεύγαμε κρυφά, χωρίς να μας παίρνει χαμπάρι ο μικρός. ΄Οταν θα μεγαλώσει λίγο ακόμα θα τον παίρναμε μαζί μας στο κυνήγι και στις εξερευνήσεις.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου