ΑΙΣΧΟΣ

ΔΕΝ αφήνουν το Δημοτικό Σχολείο Δικαίων με πέντε Δασκάλους.
ΔΕΝ αφήνουν το Βορειότερο Σχολείο της χώρας με πέντε μεταλαμπαδευτές της γνώσης, επειδή σε μία τάξη υπάρχουν τρεις μαθητές.
Το σχολείο έγινε και πάλι εξαθέσιο.

Έκλεισε όμως της Πλάτης.
Τα συμπεράσματα δικά σας.

κατι νέο έρχεται σύντομα...

κάθε είδηση για μας, δεν είναι απλά μία ανάρτηση

thrakinea και tomadakis.blogspot.com
Follow thrakinea on Twitter

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

αγουρα χρονια

Νουβέλα του Παναγιώτη Κουσίδη - Μέρος 1ο

Τον Οκτώβριο του 1944 χαρμόσυνα χτυπούσαν οι καμπάνες για την απελευθέρωση της Ελλάδας από την τριπλή κατοχή. Τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής έφυγαν από το χωριό μας τη Νέα Χιλή και φυσικά απ΄όλες τις περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Ο πατέρας κράτησε το λόγο του και τήρησε την υπόσχεσή του για τη βουλγάρικη χειροβομβίδα και για τα ψάρια που φάγαμε.Τις επόμενες μέρες έβλεπα να περνάνε πολλά κάρα από το δρόμο μας και δεν μπορούσα να εξηγήσω την μεγάλη κινητικότητα, παρόλο που παρατήρησα πως όσα βοϊδάμαξα περνούσαν αδειανά στο ανέβασμα, ήταν φορτωμένα στο κατέβασμα του δρόμου. Μερικές άμαξες είχαν φορτίο με πλίνθους και κεραμίδια, άλλες ήταν φορτωμένες με πόρτες και παράθυρα και άλλες μετέφεραν σανίδες, δοκάρια και διάφορα σιδερικά, μέχρι και λαμαρίνες. ΄Ολα αυτά τα υλικά ήταν πολύ χρήσιμα για την κατασκευή ή για την επισκευή σπιτιών. ΄Ωσπου μια μέρα άκουσα τη μητέρα να γκρινιάζει τον πατέρα που δεν ενδιαφέρονταν να κουβαλήσει κάτι για το σπίτι μας, δηλαδή να πάρει μέρος στο πλιατσικολόγημα των βουλγάρικων στρατώνων και οχυρώσεων. Τότε συνειδητοποίησα ότι οι Βούλγαροι έφυγαν οριστικά από το χωριό μας.
Ο πατέρας, όμως, δεν ήταν από τους τύπους των κλασικών νοικοκυραίων. ΄Οχι πως δεν αγαπούσε τη δουλειά και το νοικοκύρεμα. ΄Αλλο ήταν το κρυφό μεράκι και το σεκλέτι του. ΄Ηταν ο τύπος του πολυτεχνίτη άνδρα, που έπιαναν επιδέξια τα χέρια του και προτιμούσε ν΄αποκτήσει ένα μηχανοκίνητο τρακτέρ για να οργώνει γρήγορα και ξεκούραστα τα χωράφια, παρά να παιδεύεται ολημερίς με το ζευγάρι των βοδιών. Εκείνη την περίοδο δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί όλες οι κυράδες καλούσαν τον πατέρα μου για να επιδιορθώσει τις χειροκίνητες ραπτομηχανές τους. Από τα λόγια και τα υπονοούμενα της μητέρας κατάλαβα ότι ο πατέρας δεν ήταν μόνο επιδέξιος τεχνίτης αλλά και δεν χαλούσε τα χατήρια... στις γυναίκες. Τότε οι χωρικοί δεν είχαν τη δυνατότητα να αγοράζουν έτοιμα ενδύματα, είδη προικός και νεωτερισμού. Οι προκομμένες γυναίκες-νοικοκυρές όφειλαν να υφαίνουν στον αργαλειό, να ράβουν με τη ραπτομηχανή, να κεντούν, να πλέκουν και να μπαλώνουν. Οι δε καλοί νοικοκυραίοι δεν αρκούσε να είναι σωστοί γεωργοί και κτηνοτρόφου, αλλά όφειλαν να επιδιορθώνουν τα γεωργικά τους εργαλεία, να μπαλώνουν τα τρύπια παπούτσια όλης της οικογένειας, ακόμη και να κουρεύουν τα κεφάλια των παιδιών τους.
Απερίγραπτη ήταν η χαρά μας, εμένα και του αδερφού μου, όταν επιτέλους
έφτασε η ευτυχέστερη μέρα του πατέρα. Στα παιδικά μας μάτια φάνταζε σαν μεγαλοπρεπής αυτοκράτορας πάνω στο θρόνο του. ΄Οταν ακούσαμε το βροντερό βουητό της μηχανής και αντικρίσαμε τον πατέρα μας να οδηγεί εκείνο το τρομερό και ατίθασο θηρίο και πίσω να σέρνει τα άροτρα και τη σβάρνα. Η περηφάνια του πατέρα δεν ήταν αλαζονική και καυχησιάρικη αλλά κραυγαλέα έκφραση χαράς ενός αθώου παιδιού που μόλις απόκτησε το παιχνίδι που ονειρεύονταν. ΄Οταν ήρθαν τα πρωτοβρόχια, άρχισαν οι γεωργοί εντατικά να οργώνουν και να σπέρνουν τα χωράφια τους με τα ζευγάρια των βοδιών ή των αλόγων. Ο πατέρας μου, που είχε μια πρωτόγνωρη διορατικότητα και νεωτερικότητα, ανέβαινε και κάθονταν αναπαυτικά στο μεταλλικό του ζευγάρι πολλών αλόγων και όργωνε δεκαπλάσια έκταση, Τελείωνε σε λίγες μέρες τα δικά μας χωράφια, καθώς και του συνεταίρου του στο τρακτέρ, αλλά όργωνε επί πληρωμή και τα χωράφια πολλών άλλων χωρικών.
Εγώ και ο αδερφός μου, που από μικρός έδειχνε την κλίση του στα μηχανήματα, με μεγάλη προθυμία πηγαίναμε το φαγητό στον πατέρα. Κι εκείνος για ανταμοιβή μας και από πατρική αγάπη, μας ανέβαζε στο τρακτέρ για μια βόλτα, ενώ συνέχιζε το όργωμα. Θυμάμαι πόσο ανυπόμονος και βιαστικός ήταν ο αδερφός μου να πιάσει το τιμόνι και να οδηγήσει. ΄Ηταν όμως αρκετά μικρός και αδύναμος για να κουμαντάρει εκείνο το μεταλλικό θηρίο με τις μεταλλικές ρόδες και τα πέλματα από συμπαγές ατσάλι. Τα Καλοκαίρια ο πατέρας έκανε και άλλες δουλειές με το τρακτέρ. Κουβαλούσε με την πλατφόρμα τα δεμάτια του θερισμού από τα γενήματα στα αλώνια, για να γίνουν θημωνιές, η μια δίπλα στην άλλη. Κι όταν ήταν όλα έτοιμα, χρησιμοποιούσε το τρακτέρ για να κινήσει την πατόζα (αλωνιστική μηχανή της εποχής) ενός τσιφλικά από τη Μάκρη. Τοποθετούσε τα τεράστια ελαστικά λουριά ανάμεσα στο τρακτέρ και στην πατόζα για ν΄αρχίσει να αλωνίζει. Από κάτω ανέβαζαν τα δεμάτια με τα δικράνια, σαν χειροκίνητα ανεβατόρια, ενώ οι κόφτες και οι ταϊστές έριχναν τα δεμάτια στην καταπακτή και στην άλλη άκρη της αλωνιστικής γέμιζαν τα τσουβάλια με το χρυσαφένιο στάρι.
σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι . . .