
Το σπίτι μας στη Νέα Χιλή βρισκόταν σε στρατηγικό σημείο, στα βορειοδυτικά του χωριού, επάνω στον κεντρικότερο δρόμο από τα νότια προς τα βόρεια. Δεν μιλάμε για τον μεγάλο δημόσιο δρόμο που ερχόταν από την Αλεξανδρούπολη και πήγαινε προς τη Μάκρη. Μιλάμε για τον κάθετο δρόμο της "Αγέλης" που οδηγούσε στα βοσκοτόπια, στα στρατόπεδα και στα πυροβολεία των Βουλγάρων. Αργότερα ονομάστηκε δρόμος προς τα Λατομεία. ΄Οταν όμως έκλεισαν τα λατομεία, εγκαταστάθηκε στην περιοχή εκείνη το Πεδίο Βολής και έτσι για πολλά χρόνια αυτό ήταν το όνομα του δρόμου μας. Αργότερα, όταν το χωριό μας εντάχθηκε στο Δήμο Αλεξανδρούπολης ως οικισμός, τότε ο δρόμος μας πήρε επίσημο όνομα, με ταμπέλα, ως "Οδός Σμύρνης" και αυτό είναι μέχρι σήμερα το ταχυδρομικό του όνομα.
΄Οταν έρχονταν τα δειλινά, εμείς τα γειτονόπαιδα των τελευταίων και ακριανών σπιτιών μαζευόμασταν στα σπίτια μας να κουρνιάσουμε σαν τα κοτόπουλα στο κοτέτσι τους. Οι νυφίτσες παραμόνευαν για ξεκλείδωτες πόρτες. Τα ουρλιαχτά των λύκων και των τσακαλιών έσπαγαν τη μονοτονία της γαλήνιας νύχτας και προειδοποιούσαν για την κοντινή παρουσία τους. Δεν θυμούμαι αν τρώγαμε βραδινό κάτω από το λιγοστό φως της γκαζόλαμπας, γιατί ήδη το απόγευμα μας έδινε η μάνα μας μια φέτα καλαμποκίσιο ψωμί με λίγο λάδι ή λίγη ζάχαρη. ΄Ηταν ταυτόχρονα το φαγητό και το γλύκισμά μας. Πολλές φορές κατά το σούρουπο έβλεπα τη μάνα μου να επιστρέφει κουρασμένη με ένα σακίδιο καλαμποκάλευρο ή σιτάλευρο στην πλάτη από το μύλο της Μάκρης. Οχτώ χιλιόμετρα να πάει με τα πόδια και οχτώ να γυρίσει. Αλλά μερικές φορές ήμασταν τυχεροί, γιατί στο δρόμο της επιστροφής μάζευε και μερικές ώριμες ελιές πεσμένες στο χώμα από τους ελαιώνες της Μάκρης. Οι κατακτητές έπαιρναν το σιτάρι που καλλιεργούσαμε στα χωράφια μας, εκτός από αυτό που κρύβαμε στο πιθάρι-κρυψώνα και γι αυτό πήγαιναν οι μανάδες μας στη Μάκρη για να αλέσουν καλαμπόκι ή σιτάρι. Μερικές φορές ακόμα και σίκαλη ή κριθάρι. ΄Οταν όμως φούρνιζε ψωμιά η μάνα μας από το σιταρένιο αλεύρι, από εκείνο το σιτάρι που έκρυβε ο πατέρας μας σε ένα υπόγειο πιθάρι κρυφά από τα μάτια των Βουλγάρων, τότε η γειτονιά μας μοσχομύριζε χωριάτικο ψωμί, που τρυπούσε τα ρουθούνια των περαστικών. Από εκείνο το ζεστό ψωμί μας έκοβε μια γωνία η μάνα μου και αφού έριχνε μέσα λίγο λίπος και αλάτι μας έδινε να φάμε χορταστικά και νόστιμα. Γι αυτό δεν πεθάναμε από την πείνα εμείς, όπως πέθαναν από πείνα και από ασιτία τόσα και τόσα παιδιά στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες μεγάλες πόλεις. Γιατί εκεί δεν υπήρχαν ευκαιρίες για "κλέψιμο". Εμείς στο χωριό μας μπορούσαμε να κλέψουμε από τις σοδειές μας, που τις έπαιρναν οι κατακτητές. Εμείς μπορούσαμε να "κλέψουμε" από το γάλα της αγελάδας και της κατσίκας μας. Εμείς μπορούσαμε να βρούμε πεσμένες ελιές, πεσμένα μήλα και σύκα αλλά και κάποια "ταράσια" από τα τρυγισμένα αμπέλια, από τις καρυδιές και τις αμυγδαλιές. Μπορούσαμε να μαζέψουμε ακόμα και άγρια ραδίκια από τα λιβάδια.
σ υ νε χ ί ζ ε τ α ι . . .
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου