ΑΙΣΧΟΣ

ΔΕΝ αφήνουν το Δημοτικό Σχολείο Δικαίων με πέντε Δασκάλους.
ΔΕΝ αφήνουν το Βορειότερο Σχολείο της χώρας με πέντε μεταλαμπαδευτές της γνώσης, επειδή σε μία τάξη υπάρχουν τρεις μαθητές.
Το σχολείο έγινε και πάλι εξαθέσιο.

Έκλεισε όμως της Πλάτης.
Τα συμπεράσματα δικά σας.

κατι νέο έρχεται σύντομα...

κάθε είδηση για μας, δεν είναι απλά μία ανάρτηση

thrakinea και tomadakis.blogspot.com
Follow thrakinea on Twitter

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

το καλαθι με το μυστικο

Διήγημα του Παναγιώτη Κουσίδη Μέρος Β΄ (2)

Η θάλασσα δεν ήταν μακρύτερα από πεντακόσια μέτρα από το σπίτι μας, από το οποίο είχαμε αμφιθεατρική θέα. Αλλά στους μεγάλους νοτιάδες έφθανε ο αφρός και η μυρωδιά της μέχρι εμάς. Στις μπουνάτσες οι λιγοστοί Χιλήτες ψαράδες έπιαναν λιγοστά ψάρια. Στις μεγάλες ψαριές όμως περίσσευε καμιά σαρδέλα ή κανένας σπάρος και για εμάς, για να δοκιμάσουμε τη γεύση του ψαριού. Είχα μεγάλη λαχτάρα να δοκιμάσω ψάρι κι ένα μεγάλο παράπονό μου ήταν όταν δίπλα μας οι Βούλγαροι τηγάνιζαν τα ψάρια που άρπαζαν από τους ψαράδες μας και σε εμάς τα μικρά τρέχανε τα σάλια. Μίλησα για Χιλήτες και όχι για Χιλιώτες ψαράδες, γιατί στο χωριό μας εγκαταστάθηκαν από το 1922, από τη Μικρασιατική καταστροφή και μετά, πρόσφυγες από τη Χιλή της Μαύρης Θάλασσας, λίγες δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από την Κωνσταντινούπολη. Αυτοί οι Χιλήτες, που είχαν γενικά την κουλτούρα της Λωξάντρας και της Πόλης, ήξεραν από βάρκες και ψάρεμα. Λίγο αργότερα προστέθηκαν και πρόσφυγες από τον Πόντο που δεν ασχολούνταν με τη θάλασσα αλλά την αγαπούσαν, γιατί οι ρίζες τους βρέχονταν επίσης από τον Εύξεινο Πόντο. Ήταν κι αυτοί Μαυροθαλασσίτες. Όταν μερικά χρόνια αργότερα πέθαναν και οι τελευταίοι Χιλήτες ψαράδες, δεν απόμεινε σχεδόν κανένας επαγγελματίας ψαράς στο χωριό μας. Εξάλλου δεν μπορέσαμε να αποκτήσουμε κάποιο λιμανάκι όπως η Μάκρη, για να υπάρχει συνέχεια στο επάγγελμα. Εμείς όμως τα παιδιά δεν χορταίναμε το μπάνιο σε όλες τις όμορφες παραλίες της Χιλής και τις βουτιές στα «Κόκκινα Βράχια». Παρόλο που αυτοί οι προσφυγικοί πληθυσμοί αντιμάχονταν μεταξύ τους, στην αρχή τουλάχιστον, λόγω διαφορετικής κουλτούρας και ιδιοσυγκρασίας, ωστόσο οι νέοι της εποχής έσπαγαν τα ταμπού και τις προκαταλήψεις. Άλλωστε, ο έρωτας είναι δυνατότερος από τις ράτσες και τις καταγωγές. Γι αυτό τό λόγο εξάλλου ο Πόντιος πατέρας μου και η Χιλήτισσα μάνα μου κλέφτηκαν, αφού οι γονείς τους διαφωνούσαν. Μετά την εκούσια απαγωγή έγινε και ο γάμος τους. Από μια τέτοια ένωση και επιμειξία προήλθαμε εμείς τα παιδιά τους, οι γόνοι τους.
Όταν ήρθαν οι Βούλγαροι στη Νέα Χιλή, ήμουν πολύ μικρός και δεν το κατάλαβα. Δεν έχω μνήμες από την άφιξή τους. Όταν άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο γύρω μου, εκτός από τον αδερφό μου τον Τάσο, εκτός από τη μάνα μου την Ολυμπία, τον πατέρα μου τον Κώστα και τη θεία Ειρήνη, έβλεπα καθημερινά στο σπίτι μας Βουλγάρους, άνδρες και γυναίκες και αναρρωτιόμουν από πού ξεφύτρωσαν αυτοί, Το σπίτι μας ήταν αρκετά μεγάλο για τα δεδομένα της εποχής. Το ένα από τα τέσσερα δωμάτια ήταν αρκετό για να στριμωχτούμε εκεί ολόκληρη η οικογένεια και σε ένα μικρότερο δωματιάκι η θεία Ειρήνη. Τα υπόλοιπα δωμάτια τα επιτάξανε οι κατακτητές για να μένουν Βούλγαροι αξιωματικοί με τις γυναίκες τους.
Εμείς στη Νέα Χιλή ζήσαμε τη βουλγαρική κατοχή. Σε άλλα μέρη της Ελλάδας έζησαν τη γερμανική ή την ιταλική κατοχή. Αργότερα. που ανακαλούσα στη μνήμη μου αυτή την περίοδο της κατοχής, δεν μπορούσα να εξηγήσω εάν ήμασταν πιο τυχεροί ή πιο άτυχοι, παρ’ όλη τη λαχτάρα, τον τρόμο και τον κίνδυνο που πέρασε η οικογένειά μου. Όχι πως στη βουλγαροκρατούμενη περιοχή δεν είχαν γίνει καθόλου φυλακίσεις, βασανιστήρια και εκτελέσεις. Ο μπαρμπα-Στάθης, ο Χαραλαμπλίδης, ο κουμπάρος των γονέων μου και νονός του αδελφού μου του Τάσου, κόντεψε να πεθάνει από τον άγριο ξυλοδαρμό των Βουλγάρων. Τον χτύπησαν τόσο βάναυσα που το σώμα του ήταν γεμάτο τραύματα και μελανιές. Μόλις το έμαθε ο πατέρας μου έτρεξε στα σφαγεία της Αλεξανδρούπολης, εκεί που σήμερα είναι το ξενοδοχείο Εγνατία-Γκρεκοτέλ, πήρε ένα ζεστό γιδοτόμαρο και με αυτό τύλιξε το μωλωπισμένο κορμί του κουμπάρου του για να απορροφήσει τις μελανιές και να θεραπεύσει τις πληγές. Το γειτονόπαιδό μας, ο Μήτσος ο Καρβουνίδης, σε παιδικό καυγά είχε χτυπήσει ένα βουλγαράκι από αυτά που μένανε σε γειτονικό σπίτι. Την πρώτη μέρα κρύφτηκε στο αμπέλι τους και τις επόμενες ημέρες τον κρύβανε από σπίτι σε σπίτι για να μην τον βρούνε οι Βούλγαροι και τον σακατέψουνε στο ξύλο. Τελικά όμως τη γλίτωσε ο Μήτσος, γιατί ο πατέρας του ζήτησε συγγνώμη και παρακάλεσε τον Βούλγαρο αξιωματικό να τον συγχωρήσει για κάτι που συνέβει σε παιδικό καυγά και την άλλη μέρα ξεχάστηκε.

σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι . . .