Διήγημα του Παναγιώτη Κουσίδη Μέρος Δ΄ (4)
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί με το φως του ήλιου κατέφθασε η ομάδα των Βούλγαρων στρατιωτών και άρχισε εξονυχιστική έρευνα στα δικά μας δωμάτια, στην αποθήκη, στον αχυρώνα, στο στάβλο και στο κοτέτσι. Ψάξανε ακόμα και στον κήπο μας, στο αμπέλι μας και πάνω στα δένδρα μας. Το μόνο που ανακαλύψανε ήταν η πρύπτη-πιθάρι όπου κρύβαμε το κλεμμένο σιτάρι από τη σοδειά μας. ΄Ηταν όμως άδεια η κρύπτη και φυσικά βεβαιώθηκαν ότι δεν υπήρχε πειστήριο και άρα ο πατέρας μας ήταν αθώος και έπρεπε να ελευθερωθεί. Αυτή η μυθηστοριματική περιπέτεια, στην οποία είχε ανάμειξη ολόκληρη η οικογένεια, σημάδεψε τη μετέπειτα ζωή μας, αλλά δεν ήταν η μοναδική λαχτάρα που περάσαμε.
΄Ολοι ξέρανε στο χωριό ότι ο πατέρας μου ήταν ένας γοητευτικός άνδρας, γυναικάς και τσαχπίνης, ακόμη και μέσα στη μαύρη περίοδο της κατοχής. ΄Αλλωστε, είχε μέσα στο αίμα του την τσαχπινιά, ασκούσε ιδιαίτερη έλξη στις γυναίκες και εύκολα στοχοποιούνταν ερωτικά. Μια βραδιά που λαγοκοιμούμουν έγινα μάρτυρας μιας έντονης σκηνής ζηλοτυπίας μεταξύ της μητέρας και του πατέρα μου. Εμείς τα παιδιά κοιμόμασταν σε στρώμα στο πάτωμα, γιατί μόνο ένα κρεβάτι διαθέταμε στο υπνοδωμάτιό μας. Αυτό το κρεβάτι πολλές φορές έτριζε... τις νύχτες, αλλά τότε εμείς τα ανυποψίαστα παιδιά νομίζαμε πως ήταν χαλασμένες οι σούστες. Η μάνα μας ήταν πολύ ανήσυχη και ταραγμένη και ύπνος δεν την έπιανε. ΄Ητανε πολλές οι έγνοιες και οι σκοτούρες της για όλη την οικογένεια. Και γι αυτό το λόγο ήταν πολύ πικρό το φαρμάκι της απιστίας. Εκείνη την ξάγρυπνη νύχτα, που κρυφάκουγα και κρυφοκοίταζα μισοκοιμισμένος, δεν έτριζαν οι σούστες του κρεβατιού από ερωτικό παροξυσμό αλλά από την πεισματική άρνηση της μητέρας μου, από την οργή και το θυμό της. Σε κάποια στιγμή της πάλης την άκουσα να λέει οργισμένη στον πατέρα μου: "Δεν φτάνει που σαλιαρίζεις και τσιλημπουρδίζεις με τις Ελληνίδες, τόλμησες να τα φτιάξεις και με τη γυναίκα του λοχαγού! Αν το μάθει ο άνδρας της, αλίμονό σου καημένε μου!" Δεν κατάλαβα αν αυτή η φράση συνιστούσε απειλή, εκβιασμό ή προειδοποίηση. Από τότε είχα πάντα την υποψία, το φόβο και την ανασφάλεια μήπως και αν η μητέρα μου μιλούσε για τις κρυφές ερωτικές συναντήσεις του πατέρα μου με τη γυναίκα του λοχαγού. Στις δύσκολες μέρες που περνούσαμε ήμουν αμφίβολος και προβληματισμένος αν η μητέρα μου θα έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή του πατέρα μου και την ενότητα της οικογένειας. Αν θα έπνιγε τον δικαιολογημένο πόνο της, τον πληγωμένο εγωϊσμό της, την πίκρα και την απογοήτεση και δεν θα ξαναμιλούσε για το γεγονός. Αν θα έβαζε άλλες προτεραιότητες και δεν θα παρασυρόταν από τα αρνητικά συναισθήματα μιας απατημένης συζύγου. Ευχόμουν στο βάθος τη ψυχής και της ψύχραιμης σκέψης της να έβλεπε κι εκείνη αυτή την απιστία σαν μια πράξη αντίδρασης και αντίστασης ενός παράτολμου ΄Ελληνα άνδρα που έπαιρνε με αυτό τον τρόπο την εκδίκησή του. Ευχόμουν να έδειχνε συγκαταβατικότητα σε ένα από τα πανάρχαια ανθρώπινα παραπτώματα-σκάνδαλα, που δεν έπρεπε όμως να αποκαλυφθεί, για να μην έρθει η απρόβλεπτη και καταστροφική τιμωρία για ολόκληρη την οικογένεια.
σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι . . .
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου