Διήγημα του Παναγιώτη Κουσίδη Μέρος Ε΄ (5)
Η παρουσία και η διαμονή των Βουλγάρων στο σπίτι μας στη Νέα Χιλή μπορεί να ήταν μια ωμή καταπάτηση της ιδιοκτησίας και του οικογενειακού ασύλου, είχε όμως και κάποια θετικά. Το κυριότερο και σημαντικότερο για εμάς ήταν η γνωριμία και φιλία μας με τον υπασπιστή του λοχαγού. Αυτός ο μορφωμένος και ευαίσθητος υπασπιστής-άνθρωπος ήταν που μας προειδοποίησε έγκαιρα για το κρυμμένο μυστικό και έτσι σώθηκε η ζωή του πατέρα μας. Εάν είχανε σκοτώσει τότε τον πατέρα μου, θα ήμασταν πρόωρα ορφανά τα δύο αδέλφια και επιπλέον δεν θα έρχονταν στον κόσμο και δεν θα γνωρίζαμε το τρίτο μας αδερφάκι, τον Γιώργο, που γεννήθηκε ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση. Η θεία μας Ειρήνη που προτίμησε τότε να μείνει μαζί μας, παρά με τον μεγαλύτερο αδελφό του πατέρα μας, τον θείο Γιώργο, ήταν πολύ τυχερή από την επιλογή της και από την παρουσία των Βουλγάρων στο σπίτι μας. Η θεία μας Ειρήνη κούτσαινε και χώλαινε γιατί είχε στο πόδι της μια αγιάτρευτη πληγή που ποτέ δεν έκλεινε και συνέχεια πυορροούσε. Για καλή της τύχη επισκέφθηκε μια μέρα τις οικογένειες των συναδέλφων του αξιωματικών ένας στρατιωτικός γιατρός που είχε έρθει από τη Βουλγαρία και διέμενε σε γειτονικό επιταγμένο σπίτι. Αυτός ο άγιος άνθρωπος πρόσεξε το πρόβλημα της θείας Ειρήνης και έδειξε πολύ φιλικό και ανθρώπινο ιατρικό ενδιαφέρον και φρόντισε να της δώσει, σε μια δεύτερη επίσκεψη, ένα ειδικό και αποτελεσματικό φάρμακο που θεράπευσε για πάντα το πόδι της θείας Ειρήνης. Ο στρατιωτικός αυτός γιατρός, που έμενε προσωρινά στο σπίτι του Καρβουνίδη, προσέφερε αδιακρίτως τις ιατρικές του υπηρεσίες. ¨Ενα γειτονόπαιδό μας, ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ο γιος του κουμπάρου μπαρμπα-Στάθη, είχε μαλώσει με έναν συμμαθητή του, ο οποίος του έσχισε το κεφάλι κατά τον πετροπόλεμο. Ο ίδιος Βούλγαρος στρατιωτικός γιατρός περιποιήθηκε το τραύμα του Κυριάκου και του άλλαζε τακτικά τις γάζες για να μην μολυνθεί. Το μόνο αντάλλαγμα που ζήτησε ήταν να διατηρηθεί μυστική η περιποίηση και θεραπεία του τραύματος, για να μην το πληροφορηθούν οι Βούλγαροι και πέσει σε δυσμένεια. Για αρκετές ημέρες ο Κυριάκος είχε γίνει περίγελος και τον κορόϊδευαν όλα τα παιδιά, επειδή κυκλοφορούσε με ένα καπέλο μέχρι τα αυτιά, για να μην φαίνονται οι γάζες του τραύματος και τον ρωτήσουν ποιός τον περιποιήθηκε.
Εγώ όμως ποτέ δεν ξέχασα το χυδαίο βρίσιμο και τη βάρβαρη κλωτσιά που έφαγα από έναν Βούλγαρο υπαξιωματικό. Συνέβη τότε που ο πατέρας μου και αρκετοί νέοι άνδρες από το χωριό μας δούλευαν αγγαρεία, υπό την επίβλεψη Βούλγαρων στρατιωτικών του μηχανικού, για να ευθυγραμμίσουν και να χαλικοστρώσουν τον δημόσιο δρόμο μεταξύ Χιλής και Αλεξανδρούπολης. Εκείνη τη μέρα ο ήλιος τσουρούφλιζε κυριολεκτικά. Οι άνδρες ιδρωμένοι, εξουθενωμένοι, νηστικοί και διψασμένοι. Κάθε οικογένεια έπρεπε φροντίσει τον δικό της. Έτσι και η μάνα μας έκανε την ετοιμασία της. Έβαλε φασολάδα σ ένα ειδικό δοχείο με στεγανό καπάκι και μια φέτα ψωμί, γέμισε ένα πήλινο σταμνί με δροσερό νερό από το πηγάδι μας και με έστειλε να τα πάω στον πατέρα. Περπάτησα ως εκεί που δούλευαν αγγαρεία και έτρεξα βιαστικά και απρόσεκτα πάνω από έναν σωρό χαλικιών για να προσεγγίσω τον πατέρα μου. Τότε ο σωρός που πάτησα υποχώρησε, κατέρρευσε και τα χαλίκια σκόρπισαν στη ρεματιά. Πριν προλάβω να καταλάβω τί είχε συμβεί, άκουσα μια βρισιά στα βουλγαρικά, σαν την αντίστοιχη ελληνική βρισιά για τη μάνα... των άλλων, ένιωσα μια δυνατή κλωτσιά στα πισινά μου και έπεσα μπρούμυτα στο χαντάκι. Δεν είπε κανείς τίποτε, γιατί έτσι έπρεπε να κάνουν. Ούτε κι εγώ αντιμίλησα. Σηκώθηκα, πήγα κάτω από ένα δένδρο για να σκουπίσω το ματωμένο μου πρόσωπο και περίμενα σαν δαρμένο σκυλί να τελειώσει το φαγητό ο πατέρας μου, για να πάρω το άδειο καλάθι και το άδειο σταμνί και να φύγω. ΄Ημουν δεν ήμουν πέντε χρονών τότε. ΄Οταν το 1952 άρχισα να πηγαίνω στο Γυμνάσιο Αλεξανδρούπολης, ο δρόμος αυτός ήταν ακόμα χαλικοστρωμένος. Κάθε φορά που έκανα τη διαδρομή και περνούσα από το σημείο εκείνο της "κλωτσιάς" είτε με το ποδήλατο είτε πεζοπορώντας, ένιωθα περηφάνια για εκείνον το δρόμο που έγινε με προσωπική εργασία-αγγαρεία του πατέρα μου και των συγχωριανών μου. Μερικά χρόνια αργότερα αυτός ο δρόμος ασφαλτοστρώθηκε, γιατί ήταν εθνική οδός, αλλά για μένα ήταν πλέον άδιάφορος, γιατί ήδη είχαμε μετεγκατασταθεί στην οδό Παπαφλέσσα της Αλεξανδρούπολης, σε δικό μας νεόκτιστο σπίτι, που τελείωσε σε τέσσερα χρόνια από την πώληση ακίνητης περιουσίας μας στη Νέα Χιλή. σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι . . .
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου