ΑΙΣΧΟΣ

ΔΕΝ αφήνουν το Δημοτικό Σχολείο Δικαίων με πέντε Δασκάλους.
ΔΕΝ αφήνουν το Βορειότερο Σχολείο της χώρας με πέντε μεταλαμπαδευτές της γνώσης, επειδή σε μία τάξη υπάρχουν τρεις μαθητές.
Το σχολείο έγινε και πάλι εξαθέσιο.

Έκλεισε όμως της Πλάτης.
Τα συμπεράσματα δικά σας.

κατι νέο έρχεται σύντομα...

κάθε είδηση για μας, δεν είναι απλά μία ανάρτηση

thrakinea και tomadakis.blogspot.com
Follow thrakinea on Twitter

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

το καλαθι με το μυστικο

Διήγημα του Παναγιώτη Κουσίδη Μέρος Γ΄ (3)

Ο ίδιος ο πατέρας μου βίωσε έντονα όχι μόνο αυτόν τον παραδοσιακό βουλγαρικό τρόπο ανακρίσεως δια του ξυλοδαρμού, αλλά και τον ψυχολογικό βασανισμό της εικονικής εκτελέσεως. Εάν υπέκυπτε και ομολογούσε, τότε η εκτέλεση δεν θα ήταν εικονική αλλά πραγματική. Ο πατέρας, όμως, ήταν πολύ σκληρό καρύδι και πολύ περήφανος άνδρας, για να μην πω και πατριώτης. Γι αυτό ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη τη στιγμή της ταπεινωτικής του σύλληψης. ΄Ενα πρωϊνό που είχε αρμέξει την αγελάδα για να φέρει να πιούμε λίγο γάλα εμείς τα παιδιά του, συνέβη μπροστά στα μάτια μας το συγκλονιστικό γεγονός, σαν κινηματογραφική ταινία. Από την κατεύθυνση της αυλόπορτας βλέπω να πλησιάζουν τρεις Βούλγαροι στρατιώτες. Σταματούν ένα μέτρο μπροστά από τον πατέρα μου και ο επικεφαλής αξιωματικός τον ρωτά με άγριο ύφος εάν είναι ο Κώστας Κοσσίδης, Πριν προλάβει ακόμη ο πατέρας να απαντήσει, ο επικεφαλής τον κλωτσά δυνατά στο χέρι, πετάγεται παραπέρα ο μαστραπάς και χύνεται το γάλα. Την ίδια στιγμή οι δύο στρατιώτες τον αρπάζουν από τα χέρια, τον δένουν πισθάγκωνα και τον οδηγούν στο στρατόπεδο για ανάκριση.
Αφού τον ξυλοφόρτωσαν παραδοσιακά, τον έστησαν νηστικό και διψασμένο τρεις μέρες μπροστά στο πολυβόλο και του ζητούσαν να ομολογήσει και να αποκαλύψει ένα μυστικό που ούτε εμείς μέχρι τότε γνωρίζαμε. Τό ένοχο τεκμήριο, που έβαλε σε θανάσιμο κίνδυνο τη ζωή του πατέρα μου, βρισκόταν καλά κρυμμένο στο σπίτι μας. Ούτε οι συγκάτοικοι Βούλγαροι αξιωματικοί του σπι τιού μας μπορούσαν να φανταστούν το θράσος του πατέρα μου. ΄Ενας υπασπιστής ενός αξιωματικού, που μας γνώριζε οικογενειακά γιατί έρχονταν τακτικά στο σπίτι μας, ξεμονάχιασε το βράδυ της σύλληψης για πολύ λίγο τη μητέρα και της είπε κάτι μυστικά και εμπιστευτικά. Της αποκάλυψε ότι την άλλη μέρα το πρωί θα έρθει ολόκληρη ομάδα Βούλγαρων στρατιωτών για να ερευνήσουν το σπίτι μας. Γι αυτό το λόγο, αυτό που κρύβαμε, έπρεπε να το απομακρύνουμε οπωσδήποτε από το σπίτι, για να μη βρεθεί το ενοχοποιητικό στοιχείο. Η πράξη του ανθρώπου αυτού συνιστά μια άλλη μορφή γενναιότητας για τη σωτηρία της ζωής ενός συνανθρώπου και δεν συγκρίνεται με τη γενναιότητα του στρατιώτη που σκοτώνει τον εχθρό στη μάχη.
Πριν ακόμη νυχτώσει και απαγορευτεί η κυκλοφορία των πολιτών, έγινε μια σύντομη σύσκεψη της μάνας μου και της θείας Ειρήνης με μεγάλη μυστικότητα και συνωμοτικότητα. Ύστερα από ένα ημίωρο και αφού τελείωσαν οι προετοιμασίες του εγχειρήματος, κληθήκαμε ο μεγαλύτερος κατά ένα χρόνο αδελφός μου και εγώ να αναλάβουμε τη δύσκολη και επικίνδυνη αποστολή, σαν μικρά παιδιά που δεν εγείρουν υποψίες για τις κινήσεις τους. Μας παρέδωσε η μάνα μας ένα καλάθι τροφίμων σκεπασμένο με μια πετσέτα και μας είπε να πάμε να το παραδώσουμε στον αδερφό της, τον Νίκο Μπακιρτζή, που διέμενε με τη γυναίκα του και τις τρεις κόρες τους στην άλλη άκρη του χωριού μας, στη βορειοανατολική. Στο κάτω μέρος του καλαθιού ήταν καλά συσκευασμένο και κρυμμένο το μυστικό αντικείμενο με λίγα λαχανικά από τον μπαξέ μας και λίγο ψωμί. Πήραμε αυστηρές εντολές να μην ανοίξουμε το καλάθι και να μη δούμε το περιεχόμενό του, να μη σταματήσουμε πουθενά, να μη μιλήσουμε σε κανέναν, να αποφύγουμε τις στρατιωτικές περιπολίες και αν συναντηθούμε με αυτές μα πούμε ότι μεταφέρουμε κάποια τρόφιμα στο θείο μας. Για εμάς δεν υπήρχε κανένα περιθώριο να ξεχαστούμε σε παιχνίδια με άλλα παιδιά, ούτε να λοξοδρομήσουμε από το δρόμο μας και την αποστολή μας. Οι αυστηρές συστάσεις της μάνας μας και της θείας μας και η αγωνία τους για τον σύζυγο και αδερφό ήταν πολύ πειστικές. Η ζωή του πατέρα κινδύνευε, κρεμόταν από μια κλωστή. Θα κινδύνευε εξίσου σοβαρά και η ζωή του θείου Νίκου, αν βρισκόταν το πειστήριο στο σπίτι του. Γι αυτό μόλις φθάσαμε εκεί, του παραδώσαμε άθικτο το καλάθι, με την παραγγελία και παράκληση να το κρύψει όσο καλά μπορεί. Ο θείος Νίκος χλόμιασε και κιτρίνισε από το φόβο του όταν έβαλε το χέρι του στον πάτο του καλαθιού. Χωρίς χρονοτριβή και καθυστέρηση χώθηκε στην αποθήκη του και βρήκε ένα κρυφό μέρος να το καταχωνιάσει.

σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι . . .