Πήγε στο κομμωτήριο μισή ώρα νωρίτερα από το ραντεβού. Ήθελε να προλάβει να κάνει ψώνια και παρακάλεσε την Μαρίνα να τις αλλάξει ώρα. Χρόνια πελάτισσα, ποτέ δεν έχει παράπονο. Σήμερα όμως έπρεπε η Μαρίνα να κάνει για ακόμα μία φορά τα μαγικά της.
Την ώρα που τις έφτιαχνε τα μαλλιά δεν είπε κουβέντα. Η Μαρίνα δεν άντεξε και τι ρώτησε τι συμβαίνει.
- Τίποτα απάντησε. Όλα είναι φυσιολογικά. Απλά σήμερα θέλω να αφιερώσω λίγο περισσότερο χρόνο στον εαυτό μου. Θέλω να με κάνεις όμορφη, να πάω για ψώνια και το βράδυ να βγω με το καινούργιο φουστάνι.
Η Μαρίνα δεν μπορούσε να καταλάβει. Τόσα χρόνια η πελάτισσα, φίλη της πλέον, της τα έλεγε όλα. Τι να έκρυβε σήμερα, αναρωτήθηκε.
Μόλις τελείωσε με το κομμωτήριο, βγήκε. Κατηφόρισε προς τον Άγιο Ιωάννη και πήρε το μετρό για το Σύνταγμα. Πίσω της δεν κοίταξε. Δεν είχε λόγο άλλωστε. Ήξερε ότι κρατάει καλά το μυστικό της.
Μπήκε στα μαγαζιά, βρήκε ένα φόρεμα που της ταίριαζε και πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Ήταν πια αργά το απόγευμα. Ανέβηκε στον δεύτερο με τα πόδια και άνοιξε την πόρτα. Έκανε ένα γρήγορο μπάνιο, έφτιαξε καφέ και ξάπλωσε. Σε δύο ώρες ήταν έτοιμη. Με τον χτενισμένο μαλλί και το καινούργιο της φόρεμα.
Άνοιξε ένα κρασί και ήπιε στη μοναξιά της. Ούτε τη μοναδική της φίλη τη Μαρίνα δεν κάλεσε. Αυτό το βράδυ, ήθελε να το περάσει μόνη της. Αυτή η μοναξιά της και το μυστικό της.
Δεν άνοιξε τηλεόραση. Το ραδιόφωνο είχε σπάσει πριν δύο μέρες και δεν είχε αγοράσει άλλο. Όσο για διάβασμα ούτε λόγος. Δεν ήθελε να βάλει γυαλιά. Δεν μεγάλωσα ακόμα είχε πει στον οφθαλμίατρο.
Κτύπησε το σταθερό. Δεν το σήκωσε. Ούτε το κινητό. Η Μαρίνα ήταν. Το ήξερε. Όμως αυτό το βράδυ, το ήθελε μόνο για τον εαυτό της.
Μετά από δύο μέρες, πέρασε από το κομμωτήριο. Η Μαρίνα δεν ρώτησε τίποτα. Σε κάποια φάση που έμειναν οι δυο τους, απλά την ευχαρίστησε.
-Είναι σπάνιο να βρίσκεις φίλους, που να σέβονται την κάθε επιθυμία σου, της είπε.
Πράγματι η Μαρίνα, δεν ρώτησε, δεν την πίεσε, δεν την κουτσομπόλευσε. Απλά μόνο τηλέφωνο την πήρε, για να τις ευχηθεί ότι κι αν κάνει, να το απολαύσει.