Κοίταξε τον ουρανό. Είχε σκοτεινιάσει. Έκανε τόσα χιλιόμετρα από την Θεσσαλονίκη για να περάσει μαζί με τον παππού το Πάσχα. Είχε πάρει παρέα και ένα φίλο του.
Είναι μαγευτικά του είχε πει στον Έβρο. Θα σουβλίσουμε αρνί, θα ακούσουμε ζουρνάδες. Θα πάμε και για ψάρεμα στο ποτάμι. Από την απέναντι όχθη θα ψαρεύουν Τούρκοι. Θα ανταμώσουμε.
Για κάποιους η ιδέα αυτή είναι φόβια. Όχι όμως για τον Σταυρή. Μέχρι πριν 8 χρόνια που έφυγε από το χωριό, κάθε μέρα τούρκους ψαράδες έβλεπε. Του άρεσε. Είχε συνηθίσει. Η εικόνα δεν έσβησε ποτέ. Δεν την έσβησε η ανεργία που τον έσπρωξε μακριά από το χωριό του.
Κάθε Πάσχα, επέστρεψε στο Ρήγιο. Δεν μπορούσε να αφήσει μόνο του τον παππού του, που ήταν ταυτόχρονα μάνα και πατέρας. Αυτός τον είχε μεγαλώσει από τα 12, όταν οι γονείς του χάθηκαν σε κείνο το τρομερό τροχαίο στην Λαμία.
Και για φέτος έκανε όνειρα. Ήλπιζε ότι μαζί με το αρνί θα ρίξουν στα κάρβουνα και κανά σαζάνι. Όμως ο ουρανός δεν του έκανε το χατίρι. Μάλλον θα βρέξει μεθαύριο σκέφτηκε.
Δεν ήταν όμως μόνο το ότι δεν θα σουβλίζανε με τον παππού και τους γείτονες. Άμα έχει συννεφιά τα σαζάνια απομακρύνονται. Τουλάχιστον θα έβλεπε τον παππού, είπε μέσα του.
Οι δύο φίλοι μετά το Σουφλί δεν άλλαξαν κουβέντα. Ο Κώστας κατάλαβε ότι κάτι βασανίζει τον Σταυρή. Μόλις έφτασαν στο χωριό, τακτοποιήθηκαν και βγήκαν για τσίπουρο στο μοναδικό καφενείο. Ο παππούς όμως δεν τους ακολούθησε. Ήθελε να κοιτάξει τα λαχανικά του. Να κόψει τα καλύτερα για το τραπέζι που είχε στρώσει από χθες.
Την επόμενη μέρα, οι δύο φίλοι πήραν τα καλάμια τους και πήγαν στο ποτάμι. Κάθισαν με τις ώρες, όμως ούτε τσιμπιά. Στην απέναντι νησίδα ήταν ένας Τούρκος. Πολύ φτωχός φαίνονταν. Όμως το ζήλευαν. Σε μία ώρα, έβαλε δύο τεκέδες και συνέχιζε. Οι φίλοι έφυγαν νωρίς. Ντρέπονταν που ήταν άτυχοι, αλλά δεν μπορούσαν να το αλλάξουν.
Το βράδυ, έβαλαν τα καλά τους. Πήγαν στην εκκλησία και μετά στο σπίτι της θείας Ελένης, για να φάνε μαγειρίτσα. Οι δύο φίλοι, δεν είχαν όρεξη για να συνεχίσουν. Έπεσαν για ύπνο.
Ο Σταυρής το πρωί, σηκώθηκε με νοσταλγία. Ήθελε να βοηθήσει τον παππού. Όμως ο γέροντας τα είχε όλα έτοιμα. Τα αρνί, ψήνονταν σιγά σιγά, παρά το ψιλόβροχο.
«Παιδί μου ακόμα και να βρέξει, το έθιμο θα το τηρήσουμε», του είπε. Την ώρα που έλεγε αυτά τα λόγια, του έκανε νόημα να δει το ταψί.
Ο Σταυρής κοίταξε και έλαμψαν τα μάτια του. Ένα 8κιλο σαζάνι, ήταν καθαρισμένο και έτοιμο για τα κάρβουνα.
Δεν μπορούσε να το πιστέψει.
Φίλησε τον παππού και τον ρώτησε που το βρήκε.
«Χθες που πήγες για ψάρεμα δεν ήταν και ένας Τούρκος απέναντι»; τον ρώτησε. «Αυτός μου το έδωσε. Σε αναγνώρισε παιδί μου. Σε θυμάται λέει εδώ και χρόνια που έρχεσαι κάθε Πάσχα και μου το έδωσε, γιατί σε είδε στενοχωρημένο. Ξέρεις, ο Τουφάν, έχει κι αυτός έναν εγγονό, ο οποίος δυστυχώς τον έχει ξεχάσει. Στα μάτια σου είδε το παιδί του και θέλει να σε βλέπει κάθε χρόνο να έρχεσαι».