Διήγημα του Παναγιώτη Κουσίδη Μέρος Θ΄ (τελευταίο) (9)
Μέχρι να φύγουν οριστικά οι Βούλγαροι και να το συνειδητοποιήσουμε όλοι μας, εμείς τα παιδιά δεν τολμούσαμε να ρωτήσουμε τους γονείς μας για το σημαντικό μυστικό που έκρυβε το καλάθι εκείνο. Αφού όμως κρατήσαμε το λόγο και την υπόσχεσή μας στους δύσκολους καιρούς της βουλγάρικης κατοχής, τώρα με την απελευθέρωση δικαιούμασταν να μάθουμε την αλήθεια. Εξάλλου, η όποια διαρροή και αποκάλυψη του μυστικού θα ήταν πλέον χωρίς συνέπειες και επιπτώσεις. Στη θεία Ειρήνη αποτανθήκαμε και αυτήν ρωτήσαμε διακριτικά. Η θεία Ειρήνη μας είχε αδυναμία και μας αγαπούσε σαν δικά της παιδιά, αφού ποτέ δεν παντρεύτηκε και δεν απέκτησε δικά της παιδιά. Μας έπιασε από τον ώμο, μας αγκάλιασε προστατευτικά, μας κοίταξε στα μάτια και μας είπε την αλήθεια. Μας αποκάλυψε, λοιπόν, πως στο καλάθι, που μεταφέραμε εκείνο το αγωνιώδες και εφιαλτικό σούρουπο, ήταν κρυμμένο ένα όπλο και συγκεκριμένα ένα πιστόλι. ΄Ενα πιστόλι που είχε εφοδιαστεί ο πατέρας μου από ένα φορτίο όπλων που ξεφορτώθηκε σε μια απόμερη ακρογιαλιά και κρύφτηκε σε πυκνές βατσινιές για να διανεμηθεί μυστικά σε έμπιστους αντιστασιακούς. Δεν καταλάβαμε και πολλά από τις εξηγήσεις της θείας Ειρήνης, γιατί δεν ξέραμε ακόμα για πόλεμο και ειρήνη, για αντίσταση και αντιστασιακούς. Καταλαβαίναμε όμως ότι η κατοχή ενός πιστολιού την περίοδο της κατοχής ήταν κάτι πολύ επικίνδυνο. Μόνο τότε, μετά την αποκάλυψη του μυστικού, συνειδητοποιήσαμε ότι, τόσο η πράξη του πατέρα μας όσο και η δική μας πράξη, είχε το ηρωικό στοιχείο.
Αλλά η πιο ηρωική πράξη του πατέρα μας θεωρήσαμε πως ήταν ότι τήρησε την υπόσχεσή του για τη βουλγάρικη χειροβομβίδα. Μεγάλη και απροσδόκητη ήταν η χαρά μας, όταν ένα ήσυχο απόγευμα μας πήρε μαζί του στη θάλασσα. Σε έναν μυχό ενός κολπίσκου, κοντά σε μια ξέρα, ένα κοπάδι κεφαλόψαρα περνούσε σε μικρή απόσταση από τη στεριά. ΄Ηταν τόσο πολλά που φωσφόριζε η θάλασσα. Μόλις όμως έριξε τη χειροβομβίδα ο πατέρας μας, σηκώθηκε ένας τεράστιος πίδακας και ένας μακρόσυρτος κρότος. ΄Ενας διπλός κρότος, τόσο από την έκρηξη της χειροβομβίδας, όσο και από την εκτίναξη του νερού. Η γαλάζια θάλασσα άσπρισε από τα σκοτωμένα κεφαλόπουλα. Εμείς τα παιδιά ήμασταν πολύ εντυπωσιασμένα από ένα θέαμα που συνδύαζε ήχο και χρώμα. Ο πατέρας μας δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά και την ικανοποίηση του κυνηγού για τον ανέλπιστα μεγάλο αριθμό των θηραμάτων. Αμέτρητες βουτιές έπρεπε να κάνουμε όλοι μας, ακόμα και οι χωρικοί από τα κοντινά χωράφια, για να μαζέψουμε από τον αφρό και από τον πάτο της θάλασσας όλα τα ψάρια. Χρειάστηκε βοϊδάμαξα για να μεταφερθούν όλα τα ψάρια στο χωριό και να μοιραστούν σε όλα σχεδόν τα εκατό σπίτια, γιατί τότε δεν υπήρχαν ψυγεία και καταψύκτες. Μερικά κιλά που περίσσεψαν τα πάστωσε η μάνα μας με χοντρό αλάτι, για να έχουμε τον χειμώνα. ΄Υστερα από τέσσερα μαρτυρικά χρόνια κατοχής και πείνας, το χωριό μας πήρε εκδίκηση. ΄Εφαγαν, χόρτασαν και ευχαριστήθηκαν ψάρια που στερήθηκαν. Κάποτε όμως αυτή η μέθοδος ψαρέματος απαγορεύτηκε, γιατί προκαλούσε καταστροφή στο θαλάσσιο οικοσύστημα. Αρκετοί από αυτούς που ψάρευαν με δυναμίτη έχασαν χέρια ή μάτια. Μερικοί πλήρωσαν με τη ζωή τους. Τότε όμως με τη βουλγάρικη χειροβομβίδα ήταν η μοναδική και ξεχωριστή φορά που έγινε το ψάρεμα. Γιατί θέλαμε περισσότερο να γιορτάσουμε τα επινίκια και τα ελευθέρια παρά να ψαρέψουμε. ΄Ηταν, άλλωστε, ζήτημα τιμής να κρατήσει ο πατέρας μας την υπόσχεσή του. Θέλω να πιστεύω ότι η θυμωμένη θάλασσα, η πληγωμένη φύση, οι μεγαλόψυχοι συγχωριανοί και ο μεγα(λό)θυμος Θεός θα συγχώρησαν τον πατέρα μου για το αμάρτημά του.
Υ.Γ.: ΄Οσα αναφέρονται σε αυτό το κείμενο αποτελούν ενθυμήματα, διηγήσεις και βιώματα των πρώιμων και άγουρων παιδικών μου χρόνων.
Παναγιώτης Κουσίδης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου