Πέμπτη. 6 30 το απόγευμα. Οι πρώτοι αστυνομικοί φτάνουν στην οικοδομή επί της Κωνσταντινουπόλεως 191. Το κλίμα είναι ήδη φορτισμένο. Η πληροφορία ότι μία γυναίκα εντόπισε τα δύο αδελφάκια νεκρά παγώνει την ατμόσφαιρα. Κανένας αστυνομικός δεν επιβεβαιώνει το παραμικρό.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο αστυνομικός διευθυντής Ορεστιάδας, Γιώργος Σαλαμάγκας, βγαίνει από την οικοδομή. Δεν αναφέρει το παραμικρό. Μόνο συνομιλεί στο κινητό του τηλέφωνο, προφανώς με το αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ.
7.30 το απόγευμα. Η περιοχή αποκλείεται. Η δυσωδία γίνεται όλο και πιο έντονα αισθητή.
Κόσμος, κάτοικοι της πόλης συγκεντρώνονται για να επιβεβαιώσουν την είδηση που αστραπιαία έχει διαδοθεί στην πόλη. Όλοι παγώνουν όταν στο σημείο φτάνουν οι συγγενείς των παιδιών. Τα αδέλφια τους και οι θείοι τους ρωτούν. Δεν θέλουν να το πιστέψουν αλλά θέλουν να μάθουν και την αλήθεια.
Το δυσάρεστο νέο επιβεβαιώνεται. Η πόλη παγώνει και πενθεί.
Ολόκληρη η ιστορία που είχε χτιστεί από τις καταθέσεις της μητέρας των παιδιών ανατρέπεται. Οι ελπίδες που υπήρχαν ότι τα παιδιά βρίσκονται στη ζωή σβήνουν.
Μέχρι και οι συγγενείς των προφυλακισμένων που νοιώθουν ότι οι δικοί τους άνθρωποι αθωώνονται λυγίζουν. Το αποδειχτικό στοιχείο που περίμεναν όπως υποστήριζαν τις προηγούμενες μέρες ήρθε, αλλά με τραγικό τρόπο.
11.30 το βράδυ. Οι σωροί του Αμέτ και του Αϊχάν απομακρύνονται από την ακατοίκητη οικοδομή. Η πόλη πενθεί και βυθίζεται στο σκοτάδι. Ερωτήματα, δάκρυα, γιατί, σκέψεις που έγιναν τις προηγούμενες μέρες, σκέψεις που δεν έγιναν, παιδική αθωότητα, παιχνίδια, περιέργεια, υποκρισία, ψέμα, αδιαφορία, ανεπάρκεια. Δύο παιδιά νεκρά, χιλιάδες τραγωδίες και διάλογοι που θα ανοίξουν χωρίς ίσως ποτέ να γίνει αναφορά στα πραγματικά αίτια.
Σάββατο 9.15 το πρωί. Ένας αστυνομικός, που πάλεψε με όλες τους τις δυνάμεις, πέρα και πάνω από τις υπηρεσιακές δυνατότητες και υποχρεώσεις, φεύγει από τη ζωή, ξαφνικά. Οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Δύο παιδιά χάθηκαν.
Δύο παιδιά μένουν ορφανά.