Δεν είχε μάθει να ζει σε ‘να μέρος. Από παιδί ακολουθούσε τον πατέρα του σε διάφορες πόλεις και χωριά. Τελευταίος σταθμός ήταν το Πρωτοκκλήσι. Ένα χωριό στη μέση του πουθενά, στη μέση του Έβρου. Ο δραπέτης πήγαινε τότε τρίτη Λυκείου. Ευτυχώς είχε ένα ψευτοφροντιστήριο στο Σουφλί και κατάφερε με πολύ διάβασμα και αρκετή τύχη να περάσει στην Κρήτη. Ήθελε να γίνει μαθηματικός και ακόμα το θέλει.
Ήταν πρωί ότι ξεκίνησε από τον Πειραιά. Η μητέρα του τον είχε γεμίσει ευχές, ο πατέρας του με χρήμα και αυτός φόρτωσε σκέψεις το μυαλό του. Σπίτι είχε βρει στο Ηράκλειο. Ήταν κάπου ανάμεσα στο κέντρο και στη σχολή. Θα έπαιρνε κι ένα μηχανάκι κι όλα μέλι γάλα. Ο πατέρας του άλλωστε είχε την οικονομική άνεση. Η μητέρα του, αν και δεν δούλευε, τόσα χρόνια στο σπίτι έκανε ένα καλό κομπόδεμα με τα λεφτά του αντισυνταγματάρχη, αγόρασαν και δύο σπιτάκια, έχουν και ένα ενοίκιο.
Ο δραπέτης ποτέ δεν είχε δουλέψει. Δεν το σκέφτηκε, δεν έτυχε, δεν ήθελε. Στο σπίτι του δεν είχε προβλήματα, γιατί είπαμε, δεν είχε σπίτι. Μία Καλαμάτα, μία Λαμία και τελευταία Έβρος.
. . . Το καράβι, ξεκίνησε. Επόμενος σταθμός Ηράκλειο. Πιο πριν όμως υπήρχε ακόμα ένα λιμάνι. Η Μύλος. Μετά από 6 ώρες, είχε ανέβει και ο ήλιος πολύ ψηλά, η Μύλος ξεπρόβαλε. Ο Δραπέτης δεν σκέφτηκε πολύ. Δεν χρειάστηκε να σκεφτεί. Μία στάση θα έκανε και θα πήγαινε για να σπουδάσει. Είχε κάνει διακοπές όλο το καλοκαίρι, αλλά ακόμα τέλος Σεπτεμβρίου ήταν.
Κατέβηκε λοιπόν, τηλεφώνησε στους γονείς τους, αυτοί δεν αντέδρασαν, του είπαν καλά να περάσει και τα κινητά έκλεισαν.
Δύο μέρες έκατσε στο νησί. Δύο πρωινά κάθισε στην παραλία και ένα έμεινε σε δωμάτιο που νοίκιασε. Ήρθε το επόμενο καράβι και έφτασε στο Ηράκλειο. Η πρωτεύουσα της Κρήτης δεν τον ενθουσίασε, αλλά τουλάχιστον ήξερε ότι εκεί, θα μείνει. Ότι δεν θα είναι «δραπέτης», για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια.
. . . Το παράξενο είναι ότι το παρατσούκλι του το κόλλησε ένας συμφοιτητής του αριστερών πεποιθήσεων που δεν γούσταρε το στρατό. Κώστας ήταν το όνομά του. Οι μέρες, κυλούσαν. Πέρασαν τρία χρόνια και ο δραπέτης δεν είχε χρωστούμενα. Πέρασε τα μαθήματα, έκανε χιλιόμετρα με το μηχανάκι του και το καλοκαίρι έμενε πολύ στο νησί. Φιλοξενούσε φίλους και τους γονείς του για ολιγοήμερες διακοπές.
Επί πτυχίο ήταν. Έμενε μόνο μία εξεταστική. Ιούνιος του 2002. Ο Δραπέτης δεν φάνηκε στα μαθήματα. Χάθηκε. Φίλοι τον αναζήτησαν. Το βρήκαν.
. . . Δεν ήταν πουθενά. Είχε απλά φύγει για ένα δικό του ταξίδι. Πήρε τη μηχανή, πήρε τις σκέψεις, πήρε το όνειρο. Δραπέτευσε για να αλλάξει χαρακτήρα στα 22. Έφυγε για λίγους μήνες και ακόμα να γυρίσει.
Το πτυχίο μπορεί να περιμένει. Το ίδιο και η θητεία. Άλλωστε όλα αυτά τα χρόνια, θητεία έκανε δίπλα στον πατέρα του.
Στους γονείς του εξήγησε. «Φεύγω για λίγο για να δω πως είναι η ζωή. Να μάθω επιτέλους γιατί δεν θέλησα ποτέ να δουλέψω. Γιατί όταν εγώ τα είχα όλα έτοιμα οι άλλοι τα αναζητούσαν».
. . . Ο πατέρας του, απόστρατος ποια έδειξε κατανόηση. Δεν ανησύχησε. Του ζήτησε απλά να προσέχει και να παίρνει κανά τηλέφωνο στο σπίτι. «Κάνε αυτό που δεν έκανες ποτέ». Ήταν η πρώτη του αντίδραση όταν ο Δραπέτης χάθηκε.
. . . Θα ξαναγυρίσει όμως ο Δραπέτης και τότε θα μας πει τις εμπειρίες του από την «άλλη» ζωή.
2 σχόλια:
Έχεις πολύ ωραία "πένα"... Συνδέεται η ανάρτηση με την προηγούμενη για το ότι "πρέπει να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε";
δραπέτες υπάρχουν πολλοί.
Δεσμοφύλακες δεν πρέπει να υπάρχουν
Δημοσίευση σχολίου